Περίληψη
Το μυθιστόρημα αυτό είναι κατάθεση ψυχής, γι' αυτό και είναι πηγαίο, ζωντανό, καθαρό, σαν το γάργαρο νερό της πηγής. Η σκέψη του συγγραφέα ακονισμένο λεπίδι· τα οράματά του, οράματα χιλιάδων ανθρώπων απανταχού της γης, που έδωσαν και δίνουν το αίμα τους για να πετύχουν. Και όλα αυτά, αριστοτεχνικά πλεγμένα με το μύθο για τη γιαγιά του Παρθένα. Γι' αυτήν έκανε το ταξίδι στον Πόντο, για να της φέρει το "ροδάφ'νον" της. Γυρίζει από το ταξίδι του στον Πόντο, και τα λόγια του Τούρκου αξιωματικού στο τελωνείο, που δεν τον άφησε να πάρει το δέντρο, το "ροδάφ'νον", για τη γιαγιά του, στριφογυρνούν στο νου του και τον γεμίζουν λύπη: "Η ζωή δεν μεταφέρεται από τον έναν τόπο στον άλλο. Γι' αυτό οι άνθρωποι έκαναν τα σύνορα. Για να μην παραβιάζονται οι ζωές. Ό,τι ανήκει, ανήκει εδώ..." Φεύγει ο συγγραφέας και προσθέτει στα οράματά του μια νέα προσδοκία: να αλλάξει τον κόσμο, να κατεδαφίσει τα σύνορα, να ανοίξει δρόμους, για να μεταφέρονται, ελεύθερα πια, δέντρα και ζωές. Κι αν προς το παρόν υπάρχουν μαύρα σύννεφα στον ουρανό, ποιος ξέρει; Ίσως αύριο φυσήξει ένας αέρας και τα σκορπίσει και ο κόσμος μας γίνει καλύτερος.
Απόσπασμα στα Νέα Ελληνικά από το βιβλίο του Κώστα
Διαμαντίδη Το ροδάφ΄νον
“ Πήρε τα σημάδια όλα
της εδώ ζωής και τα πέρασε στην απέναντι όχθη.
Όχι πολλά ούτε λίγα . Ίσως το παν . Μια παλιά φωτογραφία , τότε που η οικογένεια ήταν ολόκληρη, πριν την
σκορπίσουν οι νεροσυρμές. ¨Ένα φυλαχτό γεμάτο καινούριες ελπίδες. Δυο στίχους
από κάποιο ξεχασμένο τραγούδι. Μια πέτρα από μια γέφυρα κομμένη στα δυο, να
ξορκίσει έναν έρωτα στοιχειωμένο. Και
ένα μικρό δέντρο ατόφιο , για να μεταφυτέψει όλη την εδώ ζωή στη νέα.
Για να ξαναγίνει ζωή. Εκεί θα σταθούν να σκιαστούν όλοι οι διωγμένοι και οι
προηγούμενοι και οι επόμενοι και ετούτοι που φεύγουν τώρα και όσοι σκορπίσανε.
Τα σπίτια που εγκαταλείφθηκαν στον άλλο τόπο θα αποθέσουν εδώ πάνω τα μυστικά
τους. Σαν σπίτι γίνεται ένα δέντρο. Οι μέρες θα κρεμάσουν επάνω του την πίκρα
και τη χαρά τους. Οι πλανεμένες ώρες θα βρουν το απάγκιο τους. Κι όλα τα μέλλοντα να συμβούν θα περάσουν από
εκεί να μεταλάβουν. Κι έτσι αν όλα αλλάζουν και αν όλα τα πάρουν μαζί τους οι
βροχές, τούτο το δέντρο θα μείνει. Σημάδι της κακοτοπιάς και της ελπίδας τους.
Η ιδέα αυτή του έφερνε μιαν ανακούφιση, όχι ένα υποκατάστατο του κόσμου που
αφήνει , αλλά μια παρηγοριά του. Η ευχή
του. Όλα θα πάνε καλά. Έτσι και η
προσφυγιά μπορεί να μην είναι αβάσταχτη. Μάζεψε τα πράγματα για το ταξίδι. Δεν
χρειάσθηκε πολύ ώρα. Ήξερε τι θα πάρει, τι θ’ αφήσει. Δεν σπατάλησε χρόνο σε
αμφιβολίες. Έμεινε μόνο ώρα πολλή, να αγκαλιάζει με τα μάτια του τον τόπο και
τα αντικείμενα. Να τα φωτογραφίσει στο μυαλό του , να μη ξεχάσει ποτέ την
εικόνα τους. Ό,τι κουβαλάμε μέσα μας αυτό είναι η ζωή μας. Κουράστηκαν τα μάτια
του απ’ την επιμονή. Απόκαμε η ψυχή τους απ’ το παράπονο. Πήρε βαθιά ανάσα,
ξεροκατάπιε έβγαλε μια δυνατή κραυγή να ακούσει το βουνό, κι έστριψε να φύγει.
Δεν περίμενε την απάντηση. Ίσως , σε μια άλλη εποχή, να επιστρέψει. Θα την
ακούσει τότε.
Κατηφόρισε για τα λιμάνια , όπου τα καράβια , φορτώνουν όνειρα και ανθρώπους, να τους
διεκπεραιώσουν σε μια άγνωστη μητέρα πατρίδα. Κόσμος πολύς, να βουλιάζει το
λιμάνι. Κι αυτός , αμήχανος να κρατάει σφιχτά στο χέρι την βαλίτσα , μην του
την κλέψουν στο χαμό, και στ’ άλλο
σφιχτότερα το δεντράκι.
Στον έλεγχο των
συνόρων , ουρές έκαναν οι πρόσφυγες. Στα μάτια είχαν ακόμα τα χωριά και τα
βουνά τους . Και δεν ήξερες αν το νερό που έτρεχε στα μάγουλα τους ήταν δάκρυα
ή τα νερά της πατρίδας που φέρανε μαζί τους.
Έβλεπε μπροστά
του, που πέρναγαν τον έλεγχο και καυγάδιζαν με τους τελωνιακούς , και
πικραμένοι να σηκώνουν τη βαλίτσα τους , αλλά πίσω να αφήνουν κάποιο απ’ ‘όσα
κουβάλαγαν . Αν ήξερε θα καταλάβαινε πως ήταν το πιο
πολύτιμο.
Όταν ήρθε η σειρά
του , ο υπάλληλος το ξέκοψε. Δεν περνάνε οι ζωές ατόφιες από την μια στεριά
στην άλλη. Ο τελωνειακός έψαξε εξονυχιστικά τα πράγματα , φωτογραφίες , εικόνες
ρούχα, μνήμες. Όριζε τι πρέπει να περάσει, τι όχι. «Αυτό θα μείνει εδώ» του
είπε με ύφος που δεν επιδέχεται αντιρρήσεις , και έβγαλε το δεντράκι σε μια
γωνιά. Στις ερωτήσεις , στις διαμαρτυρίες , στο θυμό δεν απάντησε. Σαν να μη
άκουγε, επαναλάμβανε μονότονα :
« Αυτό θα μείνει εδώ»
Ένας ανώτερος που
έσπευσε , έδωσε τέλος στην κουβέντα : « η ζωή δε μεταφέρεται από τον έναν τόπο
στον άλλο . Γι’ αυτό οι άνθρωποι έκαναν τα σύνορα . Για να μην παραβιάζονται οι
ζωές . Ό,τι είναι εδώ ανήκει εδώ. Κι αυτά που πήρες πολλά είναι. Το δέντρο δεν
μπορείς να το πάρεις. Αν θέλεις μπορείς να κρατήσεις ένα κλαράκι ή μερικά
φύλλα.»
Τώρα ήξερε πια
πως ο χωρισμός είναι οριστικός . Πως η ελπίδα της μεταφοράς θα προστεθεί σ’
εκείνα τα οράματα που θα στοιχειώνουν τις μέρες του. Πως θα μεταφέρει αδιάκοπα
μαζί του την προσδοκία ν’ αλλάξει τον κόσμο , να κατεδαφίσει τα σύνορα , να
ανοίξει τους δρόμους για να μεταφέρονται ελεύθερα δέντρα και ζωές.
Πήρε δυο φύλλα , τα φύλαξε
στη μέσα τσέπη , φίλησε την κορυφή του δέντρου και ταξίδεψε.
Πάλι στο ταξίδι ,
μάτια μου….
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου